Σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας. Από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας.
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 και έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτέμβρη 2021.
Μίκης Θεοδωράκης
“Μαντουβάλα αγάπη γλυκιά μου…”
Συνέντευξη στη Λυδία Αραβαντινού, περιοδικό “Ζωή και ζώα, τεύχος 13, Μάιος 1988, σελ. 14- 18”
Ήμουνα στην εξορία κι ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα που με τυραννούσαν ήταν κι η νοσταλγία για τη Μαντουβάλα, τη σκύλα μου.
Δημιούργησα την πρώτη αντιστασιακή μου οργάνωση όταν ήμουν μικρός.
Αποφασίσαμε με τους φίλους μου να κάνουμε μία ομάδα και να εμποδίζουμε τα παιδιά της γειτονιάς να βασανίζουν τα ζώα.
Οι λαοί της Ευρώπης έχουν ξεσηκωθεί ενάντια στην επιστημονική βία, η οποία ασκείται πάνω στα ζώα, στα εργαστήρια πειραμάτων.
Καιρός είναι να αντιδράσουμε κι εμείς ενάντια στη λαϊκή βία που έχει για στόχο της τα ζώα … είναι τόσο όμορφα, ειλικρινή και εντελώς ανυπεράσπιστα μπροστά στην ανθρώπινη σκληρότητα …
Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί για το μουσικό και τον πολιτικό Μίκη Θεοδωράκη.
Δε χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτε εμείς.
Ποτέ όμως δε γράφτηκε τίποτε για το φιλόζωο Μίκη Θεοδωράκη. Τον άνθρωπο ο οποίος λατρεύει τα ζώα, που έχει στο σπίτι του, στο Βραχάτι, σκύλους, γάτες, κότες, πάπιες, χήνες, κύκνους και που προστατεύει τις φωλιές των αηδονιών στα χαμηλά κλαδιά των δέντρων.
Βέβαια όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να τα μαντέψει. ‘Ένας μεγάλος καλλιτέχνης, σαν κι αυτόν, δε θα μπορούσε παρά να σέβεται και να αγαπά τα ζώα.
Όμως είναι διαφορετικά όταν τ’ ακούς από τον ίδιο.
Σε μια εποχή που ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στο κέντρο της επικαιρότητας κι όλος ο τύπος ασχολείται μαζί του, εκείνος βρήκε το χρόνο να μας δεχτεί και να συζητήσει μαζί μας.
Τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του, στο Βραχάτι. Μας μίλησε με πολλή αγάπη και … χιούμορ για τις “δυναστείες” των σκύλων που έζησαν κοντά του, για τα διάφορα άλλα ζώα που είχε κατά καιρούς και μας ξενάγησε σε κάθε γωνιά του μεγάλου του κήπου.
Περπατήσαμε ανάμεσα στα δεντρολίβανα, τα λουλούδια και τις ψηλές φοινικιές, ενώ η Εκάβη, η σκύλα του, μας ακολουθούσε χοροπηδώντας γύρω από το αφεντικό της.
Ο Μήτσος, το άλλο σκυλί, ήταν στο επάνω κτήμα, μαζί με το Στέλιο, το φύλακα, που τα αγαπάει πολύ και τα φροντίζει όταν ο Μίκης Θεοδωράκης φεύγει από το Βραχάτι.
Είδαμε τους κύκνους και τις πάπιες που κολυμπούσαν ήρεμα στη μικρή λιμνούλα κι επισκεφθήκαμε τον τάφο της Μαντουβάλας, της πρώτης σκύλας που έζησε εκεί μαζί με το Μίκη και σημάδεψε τη ζωή του με την αφοσίωση και την αγάπη που του πρόσφερε.
Το Εσ. και το Εξ.
Αναφέρεστε στη Μαντουβάλα με μια ιδιαίτερη συγκίνηση. Γιατί;
Μίκης Θεοδωράκης: Η Μαντουβάλα ήταν το πρώτο σκυλί που έζησε εδώ. Ήταν ένας Γκέκας που μου τον έφερε ένας χτίστης από τα Τρίκαλα, όταν ακόμα φτιάχναμε το σπίτι. Ωραίο σκυλί, πανέξυπνο, με μεγάλα αυτιά.
Η Μαντουβάλα δέθηκε πολύ μαζί μου κι ήταν φανερό ότι από όλα τα μέλη της οικογένειάς μου εμένα μ’ αγαπούσε περισσότερο. Μπορώ δε να πω ότι κατά κάποιον τρόπο έβλεπε τη Μυρτώ, τη γυναίκα μου, ανταγωνιστικά.
Όταν η Μυρτώ ήταν μέσα στο σπίτι, η Μαντουβάλα δεν έμπαινε ποτέ. Όταν ένιωθε πως ήμουν μόνος, ερχόταν και καθόταν κοντά μου μέχρι την επιστροφή της Μυρτώς, οπότε και πάλι έβγαινε έξω διακριτικά, χωρίς να διεκδικεί τίποτε, αναγνωρίζοντάς την ως κυρία του σπιτιού. ‘Ήταν σα να λέμε – σε σχέση με μένα και τη γυναίκα μου – κάτι σαν το Εσ. και το Εξ …
Στα χρόνια της Δικτατορίας εγώ ήμουν εδώ και περίμενα από στιγμή σε στιγμή ότι θα έρθουν να με πιάσουν. Είχα προετοιμάσει τους δικούς μου κι είχα μιλήσει στο Γιώργο, το γιο μου, που ήταν τότε 9 χρονών, λέγοντάς του: «Θα ‘ρθει η αστυνομία να με πάρει, Θα με πάνε κάπου, αλλά θα ξαναγυρίσω. Μην ανησυχείς… Εσύ είσαι άντρας και με τη Μαντουβάλα μαζί θα προσέχετε τις γυναίκες…».
Πίστευα ότι όλοι ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν την «αναχώρησή» μου, αλλά την ώρα που ήρθε η αστυνομία έγιναν πράγματα απρόβλεπτα.
Ο μεν Γιώργος έβαλε τα κλάματα φωνάζοντας «μπαμπάκα», η δε Μαντουβάλα αγρίεψε κι άρχισε να γαβγίζει δείχνοντας τα δόντια της στους αστυνομικούς.
‘Έξω από το σπίτι περίμενε το αστυνομικό αυτοκίνητο. Δεν ξέρω πώς η Μαντουβάλα κατάλαβε ότι εκεί επρόκειτο να μπω εγώ.
Γεγονός είναι ότι πήδησε μέσα, κάθισε στο πίσω κάθισμα κι αρνιόταν να βγει έξω. Την έβγαλα με το ζόρι ενώ ούρλιαζε. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα με τους αστυνομικούς.
Το αυτοκίνητο έφτασε στη δημοσιά κι η Μαντουβάλα εξακολουθούσε να τρέχει πίσω μας. Ανησύχησα μην τυχόν την πατήσει κανένα αυτοκίνητο και τους είπα να πατήσουν γκάζι.
‘Όταν πια φτάσαμε στο άλλο χωριό σταμάτησε το τρέξιμο εξαντλημένη και γύρισε στο σπίτι. Αρνήθηκε να φάει και κάθισε σε μια γωνιά μελαγχολική περιμένοντάς με. Με πολύ κόπο και χάδια τα παιδιά μου κατάφεραν κάπως να την παρηγορήσουν.
Νοσταλγία
Μ.Θ.: Ήταν η εποχή που με πήγαιναν από το ένα μέρος στο άλλο. Ωρωπός κλπ. και μετά Παρίσι. Ε, λοιπόν, θα το πιστέψεις; Ήταν οι Έλληνες κι η Ελλάδα που βασάνιζαν τη σκέψη μου. Ήταν οι δικοί μου άνθρωποι. Ήταν η Δικτατορία. Ήταν όλα αυτά.
Όμως μέσα σ’ όλα τη σκέψη μου τη βασάνιζε κι η έλλειψη της Μαντουβάλας, της μεγάλης μου αγάπης.
Μόλις γύρισα έτρεξα κοντά της. Την είχε πάρει στο σπίτι του, στην Κινέττα, ο Νότης Περγιάλης που είχε κι άλλα σκυλιά.
Μια μέρα, δεν ξέρω πώς έγινε, η Μαντουβάλα βρήκε την πόρτα ανοιχτή, βγήκε και τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Την πήγα σε μια κλινική, όπου τη θεράπευσαν, αλλά είχε κάνει όγκο κι έπρεπε να χειρουργηθεί. Ήταν πια μεγάλη, 11 χρονών περίπου, αλλά η εγχείρηση πέτυχε κι έγινε καλά. Σε όλη τη διάρκεια της θεραπείας της εγώ πήγαινα κάθε μέρα και την έβλεπα.
‘Όταν την πήρα πια μαζί μου θεραπευμένη, η Μαντουβάλα ήταν ευτυχής.
Εκείνη την εποχή “υιοθέτησε” κι ένα κουταβάκι.
Ξέρεις, η Μαντουβάλα δεν μπορούσε να γεννήσει. Η κόρη μου, λοιπόν, είχε βρει κάπου ένα μικρό σκυλάκι και το ‘φερε στο σπίτι για να το φροντίσουμε.
Ήταν κάτι το καταπληκτικό να ‘βλεπε κανείς τη Μαντουβάλα με πόση αγάπη το δέχτηκε και το νοιαζόταν.
Τα χρόνια όμως περνούσαν κι η Μαντουβάλα γέρασε πολύ. Δεν μπορούσε να σηκωθεί καθόλου κι εμείς την ταΐζαμε και την καθαρίζαμε.
Μια μέρα που έπρεπε να φύγω για την Αθήνα πλησίασα στη μουριά, κάτω από την οποία ήταν ξαπλωμένη, για να τη χαιρετήσω. Με κοίταξε παράξενα κι αισθάνθηκα ένα προαίσθημα πως δε θα την ξαναδώ.
Πραγματικά, όπως μου είπαν αργότερα τα παιδιά μου, μόλις έφυγα, σηκώθηκε – ενώ είχε μέρες να σηκωθεί – γάβγισε δυνατά και πέθανε. Της φτιάξαμε τάφο, εδώ, στον κήπο και βάλαμε μια πέτρα πάνω…
Λούπος και Λαδάς
Η Μαντουβάλα ήταν το μοναδικό σκυλί τότε στο σπίτι;
Μ.Θ.: Όχι. Μαζί ήταν κι ο σύντροφος της ζωής της, ο Λούπος, ένα λυκόσκυλο που μου χάρισε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Ήταν πολύ αγαπημένο και ταιριαστό ζευγάρι, αλλά εμένα ο Λούπος με ζήλευε πολύ όταν έβλεπε τη Μαντουβάλα να με πλησιάζει, παρά το ότι κι εκείνος μου ήταν απόλυτα αφοσιωμένος.
Κάποτε μάλιστα είχε ορμήσει κι εναντίον του Λαδά. Είχε έρθει εδώ με κάμποσους αστυνομικούς κι από όλους τους άλλους εκείνον επεσήμανε. Κάθισε απέναντί του και τον παρατηρούσε.
Ξαφνικά, χωρίς καμιά αφορμή, όρμησε πάνω του. Οι αστυνομικοί πήγαν να τον χτυπήσουν, αλλά πρόλαβα την τελευταία στιγμή και τον απομάκρυνα.
Ο Λούπος λάτρευε τη θάλασσα. Όταν ξανοιγόμουν με τη βάρκα, εκείνος μ’ ακολουθούσε κολυμπώντας.
Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να πετώ αντικείμενα στη θάλασσα κι εκείνος να μπαίνει μέσα στο νερό και να μου τα φέρνει πίσω. Κολυμπούσε τόσες πολλές ώρες, που είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν είναι σκυλί ή ψάρι… Το τέλος του ήταν άσχημο. ‘Έπεσε σ’ ένα λάκκο με νερό και σκοτώθηκε”.
Ο Γερμανός και τα λυκόσκυλα
Πώς καλύψατε το κενά που σας άφησε ο θάνατος των δύο αγαπημένων σας αυτών ζώων;
Μ.Θ.: Αμέσως πήρα ένα ζευγάρι λυκόσκυλα από τον Κορέα. ‘Ήδη όμως στο σπίτι υπήρχε ο Μάννιξ, ένα μεγάλο κόκκινο σέτερ. Το είχαν φέρει στο Στέλιο και το άφησαν για μένα – εγώ βρισκόμουν στη φυλακή τότε – κάτι Γερμανίδες τουρίστριες που με ήξεραν και αγαπούσαν τη μουσική μου.
Ο Στέλιος, που έβλεπε πολύ τηλεόραση, τον ονόμασε Μάννιξ. Ήταν άγριο σκυλί στην αρχή, αλλά με τα χάδια τα δικά μας γρήγορα ημέρεψε.
Ήταν πανέξυπνος και πολύ δυνατός. Ενοχλούσε όμως, φαίνεται, ένα βουλευτή που έμενε εδώ κοντά και τα είχε καλά με την αστυνομία – κι ιδιαίτερα όταν δάγκωσε το ντόμπερμάν του στο πόδι.
Μεσολάβησε λοιπόν εκείνος ο κύριος κι οι αστυνομικοί έριξαν φόλες στην παραλία. Ο Μάννιξ, πονηρός, τις μύρισε και τις προσπέρασε χωρίς να τις αγγίξει.
Δεν έγινε το ίδιο όμως με τα λυκόσκυλα, που τις έφαγαν και πέθαναν με φοβερούς σπασμούς χωρίς να προλάβω να κάνω τίποτε για να τα σώσω. Τα θάψαμε δίπλα στη Μαντουβάλα.
Κι ο Μάννιξ έμεινε μόνος του;
Μ.Θ.: Όχι για πολύ, γιατί μεταξύ ήρθαν ο Μήτσος κι η Σαλώμη και δημιουργήθηκε ένα περίεργο τρίγωνο μ’ αυτά τα σκυλιά που ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες.
Τι εννοείτε ακριβώς;
Μ.Θ.: Να, ο Μάννιξ ήταν ο μεγάλος εραστής της περιοχής! Είχε δύο χαρακτηριστικές συνήθειες: Πρώτον ήταν καφενόβιος. Το ‘σκαζε από το σπίτι — μπορούσε να πηδήσει – και 2 μέτρα τοίχο — και πήγαινε και άραζε στα καφενεία του χωριού.
Καθόταν με τις διάφορες παρέες, παρακολουθούσε τις συζητήσεις κι οι άνθρωποι τον τάιζαν. Δεύτερον είχε ερωμένες σε απόσταση τριών – τεσσάρων χιλιομέτρων από το σπίτι. Το αποτέλεσμα ήταν σε 3 χρόνια όλα τα σκυλιά της περιοχής να είναι … κόκκινα!
Ο διανοούμενος της Αριστεράς
Ο Μήτσος;
Μ.Θ.: Ο Μήτσος, το λυκόσκυλο, είχε υποστεί δύο φοβερά σοκ όταν ήταν ακόμα πολύ μικρός.
Το πρώτο ήταν που παρακολούθησε πρόβες δικές μου στο Λυκαβηττό και το δεύτερο όταν βρέθηκε στο Μπρόντγουέι, σε μια σύσκεψη της … ΕΔΑ.
Εκεί ο Μήτσος άκουσε τους διαπληκτισμούς και τις φασαρίες κι έμεινε … αγαθός! Εγώ του ‘λεγα: «Μήτσο, κατάλαβε ποιος είσαι! Είσαι λυκόσκυλο!» Τίποτε εκείνος.
Παρέμεινε κουλτουριάρης, με όλα τα κουσούρια του μεγάλου διανοούμενου της Αριστεράς!
Αυτή η συνεδρίαση στάθηκε μοιραία για το Μήτσο. Έπαθε το σύνδρομο της ΕΔΑ, δεν μπόρεσε ποτέ να το αποβάλει και παρέμεινε ένα αγαθιάρικο, παροπλισμένο λυκόσκυλο, το οποίο δεν ξέρει ούτε κι αυτό τι κάνει.
Τη Σαλώμη μου την έφεραν στα γενέθλιά μου, 29 Ιουλίου, φίλοι από το Ισραήλ. (Έχω κι εκεί φίλους, όχι γεράκια, μόνο περιστερές). Ήταν ένα κόλεϊ που συνδύαζε όλες τις αρετές και τις κακίες του εβραϊκού λαού.
Ο Μήτσος μόλις την είδε την ερωτεύτηκε τρελά. Δε σκέφθηκε τίποτε. Ούτε πολιτικές διαμάχες, ούτε καβγάδες. Τα είχε όλα παραμερίσει. Ήθελε τη Σαλώμη του μόνο και τίποτε άλλο.
Το πρόβλημα όμως ήταν με το Μάννιξ, ο οποίος δεν επέτρεπε στο Μήτσο να έχει ερωτικές σχέσεις με τη Σαλώμη, κι εκείνος ο φουκαράς, με τα διάφορα κόμπλεξ που είχε, δεν τολμούσε να το βάλει μαζί του.
Δυναμική επέμβαση
Και τελικά ο έρωτάς τους έμεινε πλατωνικός;
Μ.Θ.: Όχι. Ο Στέλιος κι εγώ αποφασίσαμε να επέμβουμε. Δέσαμε το Μάννιξ σ’ ένα πεύκο, για να μείνει ελεύθερος ο Μήτσος και να … δράσει.
Αυτός όμως είχε φοβερό τρακ και πέρασαν πολλές ώρες μέχρι να υπερνικήσει τη δειλία του — μπροστά στο θηλυκό που τον περίμενε — και να υπερισχύσει μέσα του η φωνή της φύσης που τον καλούσε προς τη Σαλώμη.
‘Έκανε έρωτα μαζί της κι έπεσε … λιπόθυμος!
Αυτό ήταν. Από τότε έγιναν ένα καταπληκτικό ζευγάρι — ήταν κουλτουριάρα κι η Σαλώμη — και γέμισαν την περιοχή κουταβάκια — διασταύρωση κόλεϊ και λυκόσκυλου.
Εκείνη δε, παρασυρμένη από τον παράφορο έρωτά της προς το σύζυγό της, δεν ήταν καθόλου καλή μητέρα. Γεννούσε εδώ κι εκεί, 10 κουταβάκια κάθε φορά, και τα εγκατέλειπε.
Με το ζόρι τη βάζαμε να τα θηλάζει. Το μεγάλωμα των μικρών το αναλάμβανε στην ουσία η Μαργαρίτα, η κόρη μου. (Ίσως αυτός είναι ο λόγος που θέλει τώρα κι εκείνη να κάνει 10 παιδιά!).
Ο Μάννιξ τελικά βρήκε παρηγοριά στις διάφορες φιλενάδες του κι αυτό τον οδήγησε και στο θάνατο. Το είχε σκάσει ένα βράδυ, πηγαίνοντας προς τα βόρεια, προφανώς για να συναντήσει καμιά από εκείνες και τον χτύπησε το τρένο.
Κι η Σαλώμη είχε άσχημο τέλος. Την έφαγαν, στην κυριολεξία, τα τσιμπούρια. Είναι ορισμένες μέρες το χρόνο που πλημμυρίζει ο τόπος από αυτά. Δεν τα σταματάνε ούτε το αντιπαρασιτικό περιλαίμιο ούτε τα διάφορα σπρέι.
‘Ένα βράδυ είδαμε τη Σαλώμη άρρωστη. Φέραμε τον κτηνίατρο, ο οποίος διαπίστωσε ότι κάτω από το πυκνό τρίχωμά της υπήρχαν άπειρα τσιμπούρια που της είχαν πιει όλο το αίμα.
Ο μόνος τρόπος για να σωθεί, μέχρι να της κάνουμε μετάγγιση, ήταν να βρεθεί τουλάχιστον πλάσμα.
Τηλεφώνησα στο νοσοκομείο στην Κόρινθο και ζήτησα πλάσμα, χωρίς να τολμήσω να πω, βέβαια, ότι το θέλω για σκύλο.
Έπεσα όμως σε κάποιον ο οποίος δε με χώνευε και μου απάντησε: «Μάλιστα κύριε, θα σας δώσουμε. Φέρτε τον ασθενή εδώ». «Είναι αδύνατο», του λέω, «να μετακινηθεί ο άρρωστος».
Εκείνος όμως παρέμενε ανένδοτος κι η Σαλώμη το πρωί ξεψύχησε. Ο Μήτσος έμεινε μόνος. Χήρος κι απαρηγόρητος.
Ζητείται… Έκτορας
Μ.Θ.: Πέρυσι στην Επίδαυρο είδα ένα σκυλί εγκαταλειμμένο. Το τάισα κι έπαιξα μαζί του. Την άλλη μέρα πήγα για να το δω πάλι αλλά είχε εξαφανιστεί.
Ρώτησα και μου είπαν ότι το είχε πάρει μια ηθοποιός του χορού. Τη βρήκα και της είπα, αν δεν πρόκειται να το κρατήσει, να το πάρω εγώ.
Εκείνη μου το ‘δωσε με τον όρο να τον ονομάσω Κασσάνδρα, λόγω της τραγωδίας στην οποία έπαιζε τότε.
Δέχτηκα κι η Κασσάνδρα ήρθε στο Βραχάτι, όπου όμως δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση γιατί έτρωγε τις κότες.
Αναγκάστηκα να τη δώσω και πήραμε την Εκάβη, ένα μικρό, λυκόσκυλο. Τώρα ψάχνουμε να βρούμε τον Έκτορα, για να αρχίσει η νέα δυναστεία των σκύλων.
Ο Μήτσος μένει στο πάνω κτήμα μαζί με το Στέλιο, γιατί δεν τα πηγαίνει καθόλου καλά με τις γάτες που έχουμε φέρει εδώ για τα ποντίκια.
Καραμανλής, Παττακός κι άλλα πολλά
Έχετε γάτες μόνο επειδή τις χρειάζεστε; Δεν τις αγαπάτε;
Μ.Θ.: Αντίθετα. ‘Έζησα με γάτες γιατί η μάνα μου τις αγαπούσε πολύ. Άλλωστε είναι μια όμορφη παρουσία στο σπίτι.
Πρόβλημα είχε η Μυρτώ. Ο πατέρας της, καθηγητής της Φυσικής στο γυμνάσιο, της είχε δημιουργήσει μια απώθηση προς τα ζώα, φοβούμενος τα μικρόβια. Όμως γρήγορα το ξεπέρασε, έχοντας τόσα ζώα γύρω της κι αγαπώντας τα.
Εγώ δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα. Λατρεύω όλα τα ζώα. Όμως είναι πολύ δύσκολη η συνύπαρξη όλων των ειδών.
Τα λυκόσκυλα, για παράδειγμα, έκαναν πολύ συχνά επίθεση στα άλλα ζώα. Μια νύχτα με πανσέληνο έπνιξαν όλα τα κινέζικα παπάκια και χηνάκια που είχα φέρει από το Παρίσι.
Έγιναν αιτία να φύγουν τα παγόνια μου. Είχα, ξέρεις, και παγόνια, τον Τζιμ και τον Τζων, που τους άρεσε να πλησιάζουν στο παράθυρο και να βλέπουν τηλεόραση.
Αυτά πολλαπλασιάστηκαν – ήταν γύρω στα δέκα – κι όταν τα λυκόσκυλα όρμησαν πάνω τους αγριεμένα πέταξαν κι έφυγαν στα βουνά.
Τα λυκόσκυλα μου έφαγαν κι ένα διάνο φουσκωτό που είχα, τον Καραμανλή. Και τον Παττακό αυτά τον έφαγαν.
Ο Παττακός ήταν ένας άσπρος κόκορας, ατρόμητος κι επιθετικός. Ορμούσε ειδικά στις γυναίκες, όταν έβλεπε τις γυμνές γάμπες τους. Τον κυνηγούσα με το σκουπόξυλο, αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τίποτε.
Είχα ακόμα ορτύκια ήμερα. Σε κλουβιά μεγάλα, τα οποία είχα φτιάξει μόνος μου, ζούσαν παπαγαλάκια και καναρίνια. Αναγκάστηκα όμως να τα απομακρύνω όλα αυτά. Τώρα έμειναν μόνο τ’ αηδόνια, που κάνουν τις φωλιές τους στα χαμηλά κλαδιά των δέντρων.
Γι’ αυτό το λόγο, κάθε άνοιξη, τα παιδιά κι εγώ φτιάχνουμε πλέγματα γύρω από τις φωλιές, για να μην μπορούν να τις πλησιάσουν τα σκυλιά.
Είναι χαρά Θεού ν’ ακούς τ’ αηδόνια να τραγουδούν.
Θα ήμουν ευτυχής αν μπορούσα να επιφέρω μια ισορροπία ανάμεσα σε όλα τα ζώα που αγαπώ. Αλλά είναι, φαίνεται, πολύ δύσκολο αυτό.
Δε βλέπεις τι γίνεται και με τους ανθρώπους; Διαμάχες μεταξύ Ιράν – Ιράκ, Ελλάδας – Τουρκίας, Ρήγκαν – Γκορμπατσόφ. Ε, τι να σου κάνουν και τα ζώα;
Πάντως εγώ θα προσπαθήσω πάλι για να υπάρξει μια ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ τους.
Εκτός από τους δύο κύκνους – που μου χάρισε ο Σγουράκης – και τις πάπιες θα φέρω πάλι κότες και χήνες. Είναι καταπληκτικό το θέαμα της χήνας που πηγαίνει μπροστά και την ακολουθούν τα μικρά της.
Αντιστασιακή οργάνωση
Αναφερθήκατε στις διαμάχες που έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Για κείνους που εχθρεύονται τα ζώα τι έχετε να πείτε;
Μ.Θ.: Ο τρόπος που φερόμαστε προς τα ζώα, ειδικά εδώ στην Ελλάδα, αποτελεί στίγμα για το λαό μας.
Μου προξενεί κατάπληξη το πώς αντιμετωπίζουν τα ζώα πολλοί Έλληνες.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στα ζώα – συντρόφους. Μιλώ και για τα άλογα και τα γαϊδούρια, που όταν γεράσουν τα δένουν σε δέντρα μέχρι να ψοφήσουν.
Το είδα σε μια τηλεοπτική εκπομπή που αναφερόταν σε κάποια περιοχή της Κρήτης κι αναστατώθηκα.
Πώς είναι δυνατό να φέρεται κανείς έτσι στο ζώο που τόσα χρόνια τον εξυπηρέτησε και τον συντρόφεψε;
Εδώ δένεται κανείς μ’ ένα έπιπλο και δύσκολα το αποχωρίζεται. Πώς γίνεται κι οι χωρικοί μπορούν να καταδικάζουν το ζώο τους στο φρικτότερο θάνατο που μπορεί να γίνει: από έλλειψη νερού, τροφής κι από επιθέσεις άλλων ζώων;
Έχω δει ακόμα ανθρώπους να χτυπούν τα ζώα πριν τα σκοτώσουν.
Οι φαντάροι τα βράδια που γυρνούσαν διηγιόντουσαν πόσα ζώα είχαν σκοτώσει στο δρόμο.
Πώς γίνεται να φτάνουμε σε τέτοιου βαθμού βαρβαρότητες;
Εγώ θυμάμαι, παιδί στην Τρίπολη, είχα οργανώσει την ομάδα μαθητών για να προστατεύουμε τα ζώα από τις σφεντόνες και τις παγίδες ορισμένων παιδιών. Κάναμε μάχες κανονικές. Ήταν η πρώτη μου αντιστασιακή οργάνωση!
Τα ζώα είναι όμορφα, ειλικρινή και τόσο ανυπεράσπιστα απέναντι στην ανθρώπινη βία.
Σ’ όλη την Ευρώπη γίνονται κινήματα για να προστατεύουν τα ζώα από την επιστημονική βία που ασκείται πάνω τους στα εργαστήρια πειραμάτων.
Η Μπριζίτ Μπαρντό πρωτοστατεί σ αυτές τις κινήσεις και μπράβο της. Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη λαϊκή βία ενάντια στα ζώα.
Σε τι πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η βία;
Μ.Θ.: Έχω ακούσει κατά καιρούς διάφορες δικαιολογίες που τις θεωρώ ανυπόστατες.
‘Όπως, για παράδειγμα, άκουσα κάποτε ότι φταίει η μεγάλη φτώχεια κι η ανέχεια που κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται το ψωμί που θα δώσουν στο ζώο.
‘Η ότι έχουμε δει τη βία στους ανθρώπους από τόσο κοντά, που η βία ενάντια στα ζώα δε μας συγκινεί.
Δεν είναι επιχειρήματα αυτά. Ο άνθρωπος φέρεται σκληρά στο συνάνθρωπό του για τα συμφέροντά του κι είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τον άλλον, αν θελήσει να επιτεθεί, αμυνόμενος. Πράξη κι αντίπραξη δηλαδή.
Με τα ζώα δε συμβαίνει το ίδιο. Είναι άκακα κι αδύναμα να αμυνθούν και – ίσως είναι κοινοτοπία αλλά θα το πω – είναι οι καλύτεροι φίλοι του ανθρώπου. Μας εμπιστεύονται.
Κάθε άνοιξη έρχονται εδώ τα τρυγόνια, κουρασμένα από το ταξίδι τους, κάθονται στα δέντρα να ξεκουραστούν και ξαφνικά τους επιτίθενται οι κυνηγοί. Είναι τόσο άδικο αυτό!
Είστε αντικυνηγός;
Μ.Θ.: Ασφαλώς. Είναι σπορ να σκοτώνεις τα ζώα; Θα πω αυτό που είπε ο Σοφοκλής εδώ και που τα λέει όλα:
Το πιο άγριο από όλα τα ζώα είναι ο άνθρωπος.
Δε θα φτάσω στο σημείο να πω ότι καταργώ την κρεατοφαγία. Θα ‘ταν ίσως παράλογο. ‘Άλλωστε το ίδιο κάνει και το ζώο που τρώει το άλλο ζώο. Όμως το κάνει μόνο από ανάγκη, σπρωγμένο από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Δεν είναι το ίδιο με το να σκοτώνεις λέγοντας ότι κάνεις σπορ. Το μόνο παρήγορο είναι ότι ίσως τα ζώα δε συνειδητοποιούν ότι τα σκοτώνουμε και ζουν ευτυχισμένα.
Πιστεύω ότι υπάρχει ευτυχία στην πλάση, στα δέντρα πριν τα κάψουμε και στα ζώα πριν τα σφάξουμε.
Αυτή την ευτυχία την καταστρέφουν οι άνθρωποι όταν επεμβαίνουν στη φύση. Κι οι ίδιοι βέβαια βασανίζονται περισσότερο με τις κακίες τους…”
Φραγμός στο ρεύμα της βίας
Αισιοδοξείτε και πιστεύετε πως κάτι μπορεί να γίνει για να «ημερέψουν» οι άνθρωποι;
Μ.Θ.: Ναι. Αν αλλάξουν νοοτροπία ορισμένοι κι αν η Πολιτεία θέσει το θέμα της αγάπης προς τα ζώα σαν ένα σημαντικό μέρος της όλης εκπαίδευσης των παιδιών.
Θα πρέπει να καταγραφούν και να παρουσιαστούν οι περιπτώσεις βασανισμού των ζώων σ’ όλες τις περιοχές της χώρας, να βγουν συμπεράσματα και να καταρτιστούν ειδικά προγράμματα στην τηλεόραση, που Θα λειτουργήσουν σαν αντίποδας στο ρεύμα της βίας που μας κατακλύζει καθημερινά.
Και βέβαια να υπάρξει μια νέα νομοθεσία, που να προβλέπει αυστηρότατες ποινές γι’ αυτούς που εγκαταλείπουν ή βασανίζουν ζώα.
Πέρα, λοιπόν, από τις παγκόσμιες πολιτικές διαμάχες που τον προβληματίζουν, ο Μίκης Θεοδωράκης νοιάζεται και για τις διαμάχες μεταξύ ανθρώπων και ζώων.
Βρίσκει σκληρό και άδικο τον τρόπο που τα μεταχειριζόμαστε και προτείνει λύσεις για να αμβλυνθεί αυτή η οξύτητα που υπάρχει στις σχέσεις μας με τη φύση.
©ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ
Βοηθήστε μας για να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε το etetrapodotypia.gr και για να προβούμε σε όσες νομικές ενέργειες απαιτούνται για την αλλαγή του νόμου σε κακούργημα και την διεκπεραίωση των project μας.
Περισσότερα άρθρα
Εγώ κι ο σκύλος μου… Ο μόνος φίλος μου… Που όλα του τα εξηγώ
Ο Δημήτρης Ήμελλος, εξέπεμπε Φως… Αντώνη μας, αστυνόμε μας… Θα μας λείψεις πολύ
Η Αγάπη Δεν Αγοράζεται!